Οι πρώτες επεμβάσεις
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, κυρίως δε στα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με την έρευνα και μελέτη των μνημείων των Βασσών, και με το εξαιρετικά δύσκολο έργο της συντήρησης και αποκατάστασης του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνα.
Η πρώτη επέμβαση για την προστασία του μνημείου, πραγματοποιήθηκε το 1880 και αφορούσε σε τρεις κίονες οι οποίοι απειλούνταν με κατάρρευση. Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν τότε, αφορούσαν στην αντιστήριξη με δρύινες δοκούς ενός κίονα της δυτικής πλευράς με μεγάλη απόκλιση από την κατακόρυφο καθώς και στην ενίσχυση με ξύλινα παρεμβλήματα των σπονδύλων δυο άλλων κιόνων και περίδεσή τους με μεταλλικές στεφάνες.
Αρχές 20ου αιώνα
Από το 1902 τη συστηματική έρευνα ανέλαβε η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, αρχικά υπό τη γενική διεύθυνση του Κ. Κουρουνιώτη και με τη συνδρομή των Εφόρων Κ. Ρωμαίου και Π. Καββαδία.
Ο Παναγιώτης Καββαδίας, Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων είχε την ευθύνη της αναστήλωσης σε συνεργασία με τον Νικόλαο Μπαλάνο, υπεύθυνου Νομομηχανικού για τα αντίστοιχα έργα του Παρθενώνος ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του ιχνογράφου Νικόλαου Ιωαννίτη.
Ο Παναγιώτης Καββαδίας, Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων είχε την ευθύνη της αναστήλωσης σε συνεργασία με τον Νικόλαο Μπαλάνο, υπεύθυνου Νομομηχανικού για τα αντίστοιχα έργα του Παρθενώνος ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του ιχνογράφου Νικόλαου Ιωαννίτη.
1902 – 1908
Ως το 1908 ανασυστάθηκε το μεγαλύτερο µέρος των τοίχων του σηκού και έγιναν εργασίες αποκατάστασης στην κρηπίδα και την περίσταση του ναού. Έτσι, παρά τις αδυναμίες και τα σφάλματα του αναστηλωτικού εγχειρήματος, τότε διαμορφώθηκε η μορφή και η εικόνα του ναού την οποία διατηρεί ως σήμερα και αναγνωρίστηκαν ακόμα περισσότερο οι αρετές του και η ομορφιά του.
“….Το αναστηλωτικό έργο εκείνης της περιόδου έχει επαινεθεί, αλλά και τεκμηριωμένα ελεγχθεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και παρά τις φθορές που εντοπίζονται σε επανατοποθετημένους λίθους ως απόρροια της αναστήλωσης τους, πρέπει να τονιστεί ότι ο επικεφαλής των εργασιών Νικόλαος Ιωαννίτης, μάλλον απομονωμένος, και με έλλειψη εξειδικευμένων συνεργατών, επέτυχε σε μικρό χρονικό διάστημα να επαναφέρει το κτήριο πολύ κοντά στην αρχική του μορφή, προσφέροντας στο ναό σημαντικό μέρος της χαμένης αίγλης του.
Έκτοτε οι ενημερωμένοι επισκέπτες των Βασσών έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη διαμόρφωση των πολύ ιδιαίτερων εσωτερικών χώρων του μνημείου, τον ευφυή συνδυασμό σε αυτό των τριών ρυθμών της αρχαίας αρχιτεκτονικής, αλλά και, εν γένει, την ενδιαφέρουσα συνύπαρξη στο κτήριο γνωρισμάτων διαφορετικών ιστορικών περιόδων…” *
Αρχαιολογική Εταιρεία – Ερευνητές
Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει για την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, το μνημείο προσείλκυσε και πολλούς καταξιωμένους επιστήμονες από το εξωτερικό οι οποίοι ασχολήθηκαν ενδελεχώς, με τις ποικίλες αρχιτεκτονικές του ιδιαιτερότητες και τη χρονολόγησή του. Πρόκειται για τους W. Dinsmoor, W. Hahland, C. Hofkes- Brukker, G. Roux, A. Mallwitz, H. Knell, U. Pannuti και F. Cooper.
1950 – 1980
Κατά τα έτη 1959, 1970 και 1975-1979 ερευνήθηκε όλη η περιοχή βόρεια και βορειοδυτικά του ναού, καθώς και το εσωτερικό του κτιρίου με δοκιμαστικές τομές, από τον αρχαιολόγο Ν. Γιαλούρη στις οποίες συμμετείχε και ο Ι. Τραυλός.
Επεμβάσεις 1965 – 1966
Οι έρευνες τόσο από την Αρχαιολογική Εταιρεία όσο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, συνεχίσθηκαν και τα επόμενα χρόνια.
Περιορισµένες αναστηλωτικές εργασίες στο µνηµείο έγιναν και το 1965 – 66, µετά τους σεισµούς που σηµειώθηκαν στη περιοχή. Oι εργασίες αυτές, που έγιναν υπό την επίβλεψη του Διευθυντή Αναστήλωσης Xαράλαμπου Mπούρα, περιελάµβαναν σωστικές επεµβάσεις σε τρία επιστύλια και αποσυναρµολόγηση και αναστήλωση του δεύτερου από τα ανατολικά κίονα της βόρειας πλευράς του ναού. Επίσης πραγματοποιήθηκε λεπτομερής σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση της επέμβασης.