Εισαγωγικά
O ναός του Eπικουρίου Aπόλλωνα, κτισμένος την περίοδο 420-400 π.X., συνιστά ένα σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα της εποχής του, ένα ξεχωριστό μνημείο, με μανιεριστικά χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από τα σύγχρονά του ναϊκά οικοδομήματα και τον καθιστούν σταθμό στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής ναοδομίας, με σαφείς επιρροές που αναγνωρίζονται σε μεταγενέστερα κτίρια. Ενισχυτικό της γοητείας του μνημείου, είναι το γεγονός σε αυτό ενυπάρχουν αρχιτεκτονικά στοιχεία που απαντώνται σε ναούς που χρονολογούνται και στις τρεις περιόδους της αρχαιότητας (αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική).
Ταυτόχρονα, η συνύπαρξη πολλών ετεροχρονολογούμενων αρχιτεκτονικών στοιχείων καθιστά δύσκολη την μετά βεβαιότητας χρονολόγησή του και απειλεί να κατακρημνίσει κάθε θεωρία που έχει διατυπωθεί για να ερμηνεύσει το πλήθος των ιδιαιτεροτήτων του. Ο ναός από αρκετούς μελετητές θεωρείται προ – παρθενώνειο κτίσμα, με κάποια μέρη του να ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Είναι πάντως βέβαιο ότι στην ίδια θέση υπήρχε λατρευτικό ιερό και ναός των αρχαϊκών χρόνων.
Για την Ελλάδα, ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα ήταν το πρώτο μνημείο που εντάχθηκε το 1986 στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Την ερμηνεία του προσωνυμίου “Επικούριος” μας την δίνει ο Παυσανίας, σύμφωνα με την οποία ο Απόλλωνας κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, βοήθησε (επικούρησε) τους Φιγαλείς να αντιμετωπίζουν μια αρρώστια επιδημική, έναν Covid της εποχής και αυτοί για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στο θεό κατασκεύασαν τον κλασικό ναό στις Βάσσες. Ο αρχαιολόγος Κ. Κουρουνιώτης, κατά την ανασκαφή στο των ναών στην κορυφή του Κωτίλου, βρήκε επιγραφή στην οποία ο Απόλλωνας αναφέρεται με το επίθετο βασσίτας διατυπώνοντας την άποψη ότι αυτό ήταν το προσωνύμιο του θεού προ του 420 π.Χ οπότε του προσδόθηκε το προσωνύμιο Επικούριος
Ικτίνος
Τύπος και μορφολογικά χαρακτηριστικά του ναού των Βασσών
Πρόκειται για ναό δωρικού ρυθμού, περίπτερο (με κιονοστοιχία περιμετρικά του σηκού), αποτελούμενο από έξι δωρικούς κίονες στις στενές και δεκαπέντε στις μακρές πλευρές, διπλό εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό (κυρίως ναό), άδυτο και οπισθόδομο με τονισμένο τον επιμήκη άξονά του, όπου τα πτερά των βραχέων πλευρών έχουν διπλάσιο πλάτος από αυτό των μακρών πλευρών.
“….. Η κάτοψη του ναού (η ιχνογραφία του όπως λεγόταν στην αρχαιότητα) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία «χορογραφία» των αντιθέσεων καθώς τα, τυπικού πλάτους, μακρά πτερά εναλλάσσονται με τα διπλάσιου πλάτους βραχέα πτερά, ο ευρύχωρος και πλούσια διακοσμημένος πρόναος αντιπαρατίθεται με το στενό και απέριττο οπισθόναο, ενώ ο μοναδικά διαμορφωμένος σηκός συνδυάζεται με ένα λιτό αρχιτεκτονικά, μικρών διαστάσεων, άδυτο…” *
O προσανατολισμός του ναού
Υλικά δομής – Λατομεία
Θεμελίωση – Κρηπίδωμα
H κιονοστοιχία (πτερά) του ναού
O θριγκός
O σηκός
Τόσο στον πρόναο, όσο και στον οπισθόναο, πάνω από τις παραστάδες και τους ενδιάμεσους κίονες, υπήρχε θριγκός, µε επιστύλιο και δωρική ζωφόρο.
Η ζωφόρος σχηματιζόταν από επτά τριγλύφους και έξι µετόπες, οι οποίες θα πρέπει να έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις, κατά το πρότυπο του ναού του Διός στην Oλυµπία. Η ανάγλυφη αυτή διακόσμηση πρέπει να ήταν μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, όπως προκύπτει από τα ομολογουμένως λιγοστά θραύσματά τους τα οποία διασώθηκαν και εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Brian Madigan, το θέμα που απεικόνιζαν οι μετόπες του προνάου ήταν πιθανότατα η επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, ενώ οι αντίστοιχες του οπισθονάου την αρπαγή των θυγατέρων του Λευκίππου, βασιλιά της Μεσσήνης, από τους Διόσκουρους.
O πρόναος, είναι βαθύτερος του οπισθονάου ενώ οι οροφές τους έφεραν µαρµάρινα φατνώµατα. Μεταξύ των παραστάδων και των κιόνων του προνάου υπήρχαν κιγκλιδώματα ενώ µια µεγάλη θύρα, πλάτους 2,63µ. επέτρεπε την επικοινωνία με το σηκό.
Tο εσωτερικό του σηκού
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες του μνημείου συνιστά η διευθέτηση του εσωτερικού χώρου του σηκού. Αντί της αναμενόμενης τριμερούς διάρθρωσης, δηλαδή μιας κιονοστοιχίας σε σχήµα Π συνήθως περιέβαλε το λατρευτικό άγαλμα, δημιουργώντας τρία κλίτη (διαδρόμους), στο σηκό του ναού του Eπικούριου Aπόλλωνα υπάρχουν πέντε ζεύγη ιωνικών ηµικιόνων που συνδέονται κάθετα με τους τοίχους του σηκού, με εξαίρεση το νοτιότερο ζεύγος που ενώνεται µε τους τοίχους υπό γωνία 45 µοιρών. Σχηματίζονται έτσι ευρύχωρες κόγχες κατά µήκος των τοίχων, διάρθρωση που ομοιάζει με το εσωτερικό του αρχαϊκού ναού της Ήρας στην Oλυµπία (600 π.X.). Είναι αβέβαιο κατά πόσο αυτή η επιλογή υπαγορευόταν από κάποια λατρευτική ή θρησκευτική παράδοση, από πλευράς χωροταξίας ωστόσο, η χρήση ηµικιόνων αντί κιονοστοιχίας, επέτρεπε την καλύτερη αξιοποίηση του άνετου και ευρύχωρου εσωτερικού κλίτους. Αν είχε προτιμηθεί η τυπική διάρθρωση του σηκού των ναών της κλασικής εποχής, ο κεντρικός χώρος θα ήταν περιορισμένος και στενός.
Tο άδυτο
Συνέχεια του σηκού αλλά διακριτό του τμήμα είναι το άδυτο, διάταξη που βρίσκει παράλληλο στον αρχαϊκό ναό του Aπόλλωνος των Δελφών. Για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του το άνοιγμα (θύρα) πλάτους 1,91µ., (µικρότερη αυτής του προνάου) στον ανατολικό τοίχο του αδύτου. H θύρα αυτή αντιστοιχεί προς το δέκατο από B µετακιόνιο διάστηµα της περίστασης.
Η λειτουργία του αδύτου δεν έχει ερμηνευθεί πλήρως, ωστόσο θεωρείται ότι είχε λατρευτική σημασία. Εικάζεται ότι κάθε πρωΐ οι ακτίνες του ήλιου εισχωρούσαν από τη θύρα και φώτιζαν το λατρευτικό άγαλµα του θεού ή ενδεχομένως κάποιο βωμό που είχε τοποθετηθεί εντός του αδύτου. Μάλιστα η ύπαρξη δύο µοχλοβοθρίων πλησίον του εγκάρσιου τοίχο που χωρίζει το άδυτο από το σηκό, είναι πιθανόν ότι στήριζαν το βάθρο του λατρευτικού αγάλµατος.
Tο λατρευτικό άγαλμα του Aπόλλωνα
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί από τους μελετητές για το λατρευτικό άγαλµα, τη μορφή του και που ήταν στημένο, ακόμα και κατά πόσο αυτό υπήρχε.
Οι ιστορικές αναφορές είναι πενιχρές και περιορίζονται στην μαρτυρία του Παυσανία ο οποίος είδε ένα μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα του Επικούριου Απόλλωνα ύψους 12 ποδών στην Μεγαλόπολη στημένο σε εντυπωσιακό βάθρο. Το είχαν μεταφέρει εκεί από τις Βάσσες όταν είχε ιδρυθεί η Μεγαλόπολη, γύρω στο 369 π.X. προκειμένου να διακοσμήσει την καινούργια πόλη. Επίσης, το 1812 είχαν έρθει στο φως μαρμάρινα θραύσματα χεριών και ποδιών φυσικού μεγέθους, μπροστά από τον κορινθιακό κίονα.
Είναι λοιπόν πιθανό το άγαλμα που μεταφέρθηκε στην Μεγαλόπολη να ήταν τοποθετημένο στο άδυτο, απέναντι από την ανατολική θύρα. Σώζονται διάφορα σχέδια μελετητών που κάποιοι το τοποθετούν κοντά στο δυτικό τοίχο, στην ανατολική γωνία του αδύτου, μπροστά από τον κορινθιακό κίονα, ή και εντός του σηκού.
Ίσως μάλιστα όταν μεταφέρθηκε το αρχικό άγαλμα στην Μεγαλόπολη, το κενό να καλύφθηκε από ένα νέο φυσικού μεγέθους που ήταν από ξύλινο αλλά είχε μαρμάρινα άκρα (ακρολιθικό).
Οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας και Νικόλαος Γιαλούρης απομακρύνθηκαν αρκετά από τις παραπάνω περιπτώσεις, υποστηρίζοντας, ο μεν Καββαδίας, ότι το μπρούτζινο άγαλμα που είδε ο Παυσανίας στην Μεγαλόπολη έστεκε κάπου στον περιβάλλοντα χώρο του ναού των Βασσών και στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε μόνο λατρευτικό ξόανο, ο δε Γιαλούρης ότι ο ίδιος ο κίονας αποτελούσε την ανεικονική παράσταση της θεότητας και δεν υπήρχε άγαλμα στο εσωτερικό του ναού. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε πανάρχαιες λατρείες κιονολατρείας που απαντούν στην Aρκαδία (π.χ. Τεγέα), όπου ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο (κίονας, στήλη, ή στύλος) λατρεύονταν αντί ενός λατρευτικού αγάλµατος της εκάστοτε θεότητας.
Την άποψη του Καββαδία ότι ίσως το άγαλµα µε το βάθρο του να ήταν τοποθετηµένο έξω από το ναό πλησίον της βόρειοανατολικής γωνίας του ασπάζεται και μελετητής και αναστηλωτής του μνημείου Κ. Παπαδόπουλος, ερμηνεύοντας έναν επιμήκη, ιδιαιτέρως μεγάλων διαστάσεων, ογκόλιθο ως το βάθρο μπρούτζινου αγάλματος (ή αγαλμάτων, λόγω του μεγάλου μήκους του).
Tο κορινθιακό κιονόκρανο
Ανάμεσα στο τελευταίο ζεύγος των ημικιόνων οι οποίοι τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι υπόλοιποι υπήρχε ένας κίονας που στην κεφαλή του έφερε κορινθιακό κιονόκρανο, μέχρι σήμερα το αρχαιότερο γνωστό στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο κίονας στήριζε μαζί με τους ιωνικούς ημικίονες (κατά ορισμένους επίσης κορινθιακούς) το επιστύλιο της νότιας πλευράς του σηκού το οποίο με τη σειρά του έφερε την ιωνική ζωφόρο.
H πρώτη σχεδιαστική αναπαράσταση του κορινθιακού κιονοκράνου έγινε από τον K.H.von Hallerstein (1811-1812), ενώ και ο εσθονός Otto Stackelberg, ο οποίος επόπτευε τις ερευνητικές εργασίες του 1812 στις Βάσσες, αναφέρει σχετικά με το κιονόκρανο :
«… Η βάση ενός κίονα, του μοναδικού που είχε κιονόκρανο με λαξευμένα φύλλα (προφανώς εννοεί το κορινθιακό κιονόκρανο) δεν ήταν πια στερεωμένο στον περιμετρικό στυλοβάτη, αλλά είχε μετακινηθεί από τη θέση της. Το κιονόκρανο βρισκόταν δίπλα στον κίονα, μέσα στο άδυτο του σηκού, όπου επίσης βρίσκονταν περισσότερα ιωνικά κιονόκρανα από ημικίονες, σκόρπια ανάμεσα στα κομμάτια από τα μεγαλύτερα φατνώματα της οροφής, που διατηρούσαν ολοκάθαρα ίχνη από τον ζωγραφισμένο διάκοσμο.…»
Ο κάλαθος του κιονοκράνου είχε µια ή δύο σειρές φύλλων ακάνθου στο κάτω µέρος, από όπου εκφύονταν βλαστοί που ανέρχονταν ως τον άβακα και σχημάτιζαν τις τέσσερις γωνίες. Ανάμεσά τους υπήρχε ζεύγος ελίκων τους οποίους επέστεφε ανθέµιο. Στο επάνω µέρος το κιονόκρανο κατέληγε σε άβακα µε καµπυλότητα στο κέντρο.
Θεωρείται το αρχαιότερο κιονόκρανο στην ελληνική αρχιτεκτονική, η ύπαρξη του οποίου καταδεικνύει εύγλωττα τις ανανεωτικές ιδέες και τη διάθεση πειραματισμών του αρχιτέκτονα του Ναού του Επικούριου Απόλλωνα, ο οποίος δεν διαστάζει να χρησιμοποιήσει ένα φυτικό μοτίβο, τα φύλλα της άκανθας, βγαίνοντας έτσι εκτός του αυστηρού, παραδοσιακού πλαισίου απόδοσης της σχηματοποιημένης μορφής του κιονοκράνου, δωρικού και ιωνικού.
Δυστυχώς το πρώτο κορινθιακό κιονόκρανο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής δεν σώζεται σήμερα. Ωστόσο τα λεπτομερή σχέδια που έγιναν από τους μελετητές το 1812 καλύπτουν κάπως το κενό.
Ο επιστημονικός διάλογος σχετικά με την γέννηση του κορινθιακού ρυθμού στις Βάσσες και την ερμηνεία της διαφοροποίησής του από τα υπόλοιπα κιονόκρανα του ναού, ιωνικά και δωρικά, συνεχίζεται .
H στέγη του ναού
H στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και καλυπτόταν από 17 σειρές µαρµάρινων κεραµίδων κορινθιακού τύπου.
Τα αετώµατα στις δυο στενές πλευρές πλαισιώνονταν από οριζόντιο και καταέτιο γείσο ενώ στο πίσω µέρος τους είχαν τοίχωμα, το τύµπανο.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές τα αετώµατα του ναού έφεραν γλυπτή διακόσμηση, η οποία κατά τους ρωμαικούς χρόνους µεταφέρθηκε στη Pώµη, πιθανόν μαζί και με άλλα έργα που κοσμούσαν το ναό, κατά την προσφιλή συνήθεια των ρωμαίων που επιθυμούσαν με αυτά να διακοσµήσουν τα κτίρια της πρωτεύουσάς τους.
Ίσως όμως τα αετώµατα να ήταν ακόσµητα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν το μικρό βάθος τους.
Subtitle for This Block
Η οροφή του ναού
Ch. R. Cockerell, The temples of Jupiter Panhellenius at Aegina and of Apollo Epicurius at Bassae near Phigaleia in Arcadia, London 1860
Στις μακρές πλευρές του ναού, οι καλυπτήριες κεραµίδες της στέγης κατέληγαν σε ανθεµωτά ακροκέραµα, πάνω από το οριζόντιο γείσο. Λίθινες πλάκες που έφεραν στην κάτω επιφάνειά τους φατνώµατα, δηλαδή λαξευµένα διακοσµητικά σχήµατα δημιουργούσαν την οροφή του ναού.
Η τύχη του ναού μέχρι τη νεότερη εποχή.
Όπως μαρτυρούν επισκευές που πραγματοποιήθηκαν κατά την Ρωμαϊκή εποχή στην κεράμωση, ο ναός ήταν σε χρήση τουλάχιστον ως και αυτή την εποχή κατά την οποία τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας, δηλαδή το 174 μ.Χ.
Η ανθρώπινη επέμβαση με την μορφή απόσπασης των μεταλλικών συνδέσμων του δομικού υλικού για την χρήση του για κάλυψη άλλων αναγκών, αλλά και τα φυσικά φαινόμενα, ενίοτε σε μεγάλη ένταση (σεισμοί, ακραίες καιρικές συνθήκες) προκάλεσαν την κατάρρευση της στέγης και την γενικότερη φθορά του μνημείου.
Παρήλθαν δεκαέξι αιώνες σιωπής και λήθης μετά την επίσκεψη του Παυσανία τον 2ο αι. μ. Χ., μέχρι την εποχή του διαφωτισμού και των ευρωπαίων περιηγητών, οπότε το μνημείο έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο της ιστορίας.
Σε πολλά από τα χαρακτικά του 18ου και 19ου αιώνα, βλέπουμε τον ρομαντικό τρόπο που οι Ευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες απεικονίζουν το ερημικό, μυστηριακό λόγω της συχνής ομίχλης και βουκολικό τοπίο των Βασσών αλλά και τον θαυμασμό τους για το περιώνυμο μνημείο, άξιο εκπρόσωπο των κατακτήσεων του κλασικού πνεύματος και πολιτισμού της Ελλάδας.
Ναός Επικούριου Απόλλωνα
Το βουκολικό τοπίο των Βασσών με το ναό όπως διασώθηκε ως τον 18ο αιώνα
Ch. R. Cockerell, The temples of Jupiter Panhellenius at Aegina and of Apollo Epicurius at Bassae near Phigaleia in Arcadia, London 1860