Η ανασκαφική έρευνα του 1812

Εισαγωγικά

Η περίοδος από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τα μέσα του 19ου η οποία διαδέχθηκε την εποχή των ευρωπαίων θαλασσοπόρων εξερευνητών του 15ου και του 16ου αιώνα, έχει χαρακτηριστεί ως η  «δεύτερη μεγάλη εποχή των ανακαλύψεων» και εμφορούνταν από τις ιδέες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Τα δυο μεγάλα πνευματικά κινήματα, έστρεψαν το ενδιαφέρον και καλλιέργησαν τον θαυμασμό για τον κλασσικό πολιτισμό και τα επιτεύγματά του στην Ελλάδα.

Από τον θαυμασμό τους αυτό υποκινούμενοι, κατέκλυσαν την Ελλάδα οι ξένοι περιηγητές, οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ὁ Leo von Klenze, “…περιηγούνταν τη χώρα κρατώντας στο ένα χέρι τον Παυσανία και στο άλλο το φτυάρι”.

Όπως αναφέρει και ο πανεπιστημιακός Εμμ. Ι. Πρωτοψάλτης σε μελέτη του για την τύχη των ελληνικών αρχαιοτήτων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας “…Τοιουτοτρόπως, ἡ ἀληθῆς ἀρχαιοφιλία μετεβλήθη βαθμιαίως εἰς αριστοκρατικὴν ἀσχολίαν, ἀλλὰ καὶ ἐπικερδῆ ἐπιχείρησιν εὑροῦσαν προσφορώτατον ἔδαφος εἰς τὴν Ἑλλάδα».

Το διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 18ου αιώνα και την έναρξη της ελληνικής επαναστάσεως, οι ευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες εστιάζουν στα έργα της ελληνικής τέχνης και ανταγωνίζονται στη δημιουργία συλλογών, ενώ μέρος αυτής της δράσης στιγματίζεται από τη συστηματική διαρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν (1801 – 1803).

Οι αρχαιόφιλοι επιστήμονες

Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1812 πραγματοποιείται η ανασκαφική έρευνα του μνημείου από ομάδα βορειοευρωπαίων αρχαιοφίλων επιστημόνων και τυχοδιωκτών όπως έχουν εύστοχα χαρακτηριστεί. Πρόκειται για τον αρχιτέκτονα Karl Haller von Hallestein, τον διακεκριμένο Γερμανό ζωγράφο J.Linckh, τον βαρώνο Otto Magnus von Stackelberg από την Εσθονία και τους Δανούς αρχαιολόγους P.O.Broendsted και G.H.C.Koes.

Οι κατηρτισμένοι με γνώσεις, φιλόδοξοι και διαπρεπείς άνδρες, είχαν ιδρύσει στη Ρώμη το 1807 εταιρεία με τον ευγενή στόχο της μελέτης και έρευνας των μνημείων της αρχαιότητας, τις οποίες όμως τελικά οικειοποιούνταν και εν συνεχεία εμπορεύονταν,

Ενισχυμένη από τους Άγγλους αρχιτέκτονες C.R. Cockerell και J.Foster, η ομάδα επιχειρεί το 1810 στην Αίγινα όπου ανασκάπτει το ναό της Αφαίας Αθηνάς και πουλά τα υπέροχα αετωματικά γλυπτά που ήλθαν στο φως στον διάδοχο του θρόνου της Βαυαρίας Λουδοβίκο σε δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε στη Ζάκυνθο το 1811.

Σειρά τώρα είχε ο ο ναός των Βασσών όπου οι Hallerstein, Linckh, Cockerell και Foster μεταβαίνουν στις 25 Αυγούστου του 1811 και αποσκοπώντας στο κέρδος, επιδίδονται στην έρευνα του μνημείου. Ο Οθωμανός διοικητής του Φαναρίου όπου υπαγόταν ο ναός, τους αναγκάζει να σταματήσουν και τους υποχρεώνει να εξασφαλίσουν την ρητή άδεια του Βελή Πασά του Μοριά για να μπορούσαν να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Είχαν προλάβει ωστόσο να διαπιστώσουν, χάρις σε μια τρομαγμένη αλεπού που έφυγε τρομαγμένη από την φωλιά της, ότι εκτός της προφανούς αρχιτεκτονικής αξιάς του, ότι το μνημείο έκρυβε έναν πολύτιμο γι’ αυτούς θησαυρό κάτω από τον λιθοσωρό στο εσωτερικό του σηκού και δεν ήταν άλλος από τον υπέροχο γλυπτό διάκοσμο της ιωνικής ζωφόρου.

Ο Charles Robert Cockerell παραθέτει στο Λεύκωμά του για τους ναούς της Αίγινας και των Βασσών, που δημοσιεύθηκε το 1860 τις σχετικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το εκπληκτικό εύρημα :

«Κατά τη διάρκεια της πρώτης μας επίσκεψης το 1811, κάποιος της συντροφιάς παρατήρησε μέσα στους λίθινους σωρούς που υπήρχαν μέσα στο σηκό ένα στενό και στριφνό ρήγμα που ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσει κανείς ίσα ίσα το κεφάλι και τους ώμους, αλλά δεν άφηνε περιθώριο να κινηθεί κανείς καθόλου, Μπήκε λοιπόν με το κεφάλι πρώτο στο όρυγμα, ενώ οι σύντροφοί του τον κρατούσαν από τα πόδια για να μπορέσουν να τον ξαναβγάλουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να το καταφέρει με τις ίδιες του δυνάμεις. Κάτω ανακάλυψε τη φωλιά της αλεπούς, που για καλή μας τύχη την είχε μόλις εγκαταλείψει, και όταν την παραμέρισε λιγάκι, εμφανίσθηκαν ο Κένταυρος και ο Λαπίθης αγκαλιασμένοι σ΄ένα πείσμονα αγώνα».

Η ομάδα στην οποία έχουν προστεθεί οι Stackelberg, Broendsted και ο Άγγλος περιηγητής Leigh, επανέρχεται στο πεδίο των ερευνών τον Ιούνιο του 1812, έχοντας εξασφαλίσει την έγκριση και στήριξη του τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου Βελή Πασά, γιού του Αλή πασά των Ιωαννίνων, αντί αδρής αμοιβής. Έπειτα και από τις πολύτιμες διαμεσολαβητικές ενέργειες του πρόξενου της Αυστρίας στην Αθήνα Georg Christian Gropius (1776-1845), η ανασκαφή προχωρά απρόσκοπτα αυτή τη φορά.

Τις εργασίες που διήρκεσαν δυο μήνες και αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στον καθαρισμό του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου και τη μεταφορά των πεσμένων λίθων από τον εσωτερικό χώρο του, στον άμεσο περίγυρό του, κατηύθυνε η ομάδα των ξένων, με την συμμετοχή μεγάλου αριθμού εργατών, γεωργών και ποιμένων από την περιοχή, που μάλιστα αριθμούσαν κατά ορισμένους σύγχρονους μελετητές έως και 120 άτομα. Στο πλαίσιο της επιχείρησης επίσης εκπονήθηκε η μελέτη του αρχαίου κτηρίου από τον Κ. Haller και αρκετά σχέδια από τους Haller, Foster και Cockerel.

Τα αποτελέσματα των ερευνών

Η ανταμοιβή του κόπου και των εξόδων της ομάδας και ταυτόχρονα το σημαντικότερο αποτέλεσμα της επιχείρησης ήρθε με την μορφή της αποκάλυψης έπειτα από ανάσυρση από τα κατώτερα τμήματα του λιθοσορού εντός του περιστυλίου της ιωνικής ζωφόρου του ναού. Πρόκειται για τις συνολικά 23 πλάκες της Ιωνικής ζωφόρου, που απεικονίζουν σκηνές Κενταυρομαχίας και Αμαζονομαχίας σχεδόν άθικτες.

Η έρευνα επίσης αποκάλυψε θραύσματα των δωρικών μετοπών από τον πρόναο και τον οπισθόναο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το μοναδικό κορινθιακό κιονόκρανο, αλλά και τέσσερα μαρμάρινα θραύσματα από τον χώρο του αδύτου που ανήκαν στα άκρα ενός ακρολιθικού αγάλματος μεγάλων διαστάσεων.

Ο Βελή Πασάς, αν και εντυπωσιάστηκε από τα ευρήματα της ανασκαφής, δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την πραγματική αξία τους και έτσι παραχώρησε τα δικαιώματά του επί των γλυπτών αντί μέτριου χρηματικού ποσού. Με το πέρας της έρευνας, ο πρόχειρος καταυλισμός που είχε στηθεί πλησίον του μνημείου διαλύθηκε και ο ναός εγκαταλείπεται εκ νέου στη μοναξιά του.

Η απομάκρυνση της ιωνικής ζωφόρου και η μεταφορά της στην Αγγλία

Δύσκολο και απαιτητικό αποδείχθηκε το έργο της μεταφοράς των “λαφύρων” με τα μέσα της εποχής και τους κακοτράχαλους δρόμους και μονοπάτια. Έπειτα από περιπέτειες και κινδύνους επετεύχθη η μεταφορά του στις ακτές του Ιονίου, κοντά στην Κυπαρισσία και από εκεί στη Ζάκυνθο, όπου το σύνολο της ζωφόρου και των λοιπών ευρημάτων επρόκειτο να εκποιηθεί το 1814 και να καταλήξει το 1815 στο Βρετανικό Μουσείο.

Οι πρόκριτοι και κλεφταρματωλοί της περιοχής, όντας μάρτυρες της διαρπαγής των γλυπτών, είχαν αντιδράσει με επιστολή τους προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που αναφέρει μεταξύ άλλων «Οι Φράγκοι μας παίρνουν τα στολίδια μας, την ψυχή μας, τις φαμελιές, τα΄αγάλματα από τους Στύλους, που τα έφτιασαν και μας τα΄άφησαν οι προσπάποι μας» για να λάβουν την απάντηση από εκείνον: «Αφήστε τους να πάρουν να πάνε στο διάβολο. Εμείς παλαίβουμε για τη λευτεριά μας. ΄Αμα την αποχτήσουμε, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα φτιάσουν άλλα, καλύτερα».

Η ιωνική ζωφόρος και ο υπόλοιπος αποσπασματικά σωζόμενο διάκοσμος του ναού του Επικουρίου Απόλλωνα συνιστά την δεύτερη σημαντική γλυπτική ενότητα της κλασικής περιόδου η οποία μαζί με τα μάρμαρα του Παρθενώνα που απέσπασε ο Έλγιν εκτίθεται μέχρι και σήμερα στο μουσείο της Βρετανικής πρωτεύουσας.

Η έρευνα του 1812 στο ναό των Βασσών αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του μνημείου, αφενός γιατί μελετήθηκε σε μεγαλύτερο βάθος και έγινε ευρύτερο γνωστό το μνημείο στην επιστημονική κοινότητα καθώς αποκαλύφθηκαν αρκετά μέχρι τότε άγνωστα στοιχεία της ιστορίας του, αφετέρου διότι επέφερε μεγάλες αλλαγές στην κατάσταση διατήρησής του, η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, επιδεινώθηκε: ενώ μέχρι εκείνη την περίοδο είχαν διασωθεί πολλά και σημαντικά αρχιτεκτονικά μέλη και τμήματα από τον μαρμάρινο διάκοσμο, έστω και με τη μορφή λιθοσωρού, πολλά καταστράφηκαν επειδή αφέθηκαν εκτεθειμένα μετά την αποκάλυψή τους από την επιχείρηση των ευρωπαίων τυχοδιωκτών, είτε από τις καιρικές συνθήκες είτε επειδή οι ντόπιοι τα μεταποιήσαν σε ασβέστη για την κάλυψη των δικών τους αναγκών δόμησης.


Μετάβαση στο περιεχόμενο