Address
304 North Cardinal St.
Dorchester Center, MA 02124
Work Hours
Monday to Friday: 7AM - 7PM
Weekend: 10AM - 5PM
Built in the period 420-400 BC, the temple of Epicurious Apollo is a great technical achievement of its time, a unique monument, with manneristic features that differentiate it from its contemporary temples and make it a milestone in the history of ancient of Greek architecture, with clear influences recognized in later buildings. Enhancing the charm of the monument, is the fact that it contains architectural elements found in temples dating from all three periods of antiquity (archaic, classical and Hellenistic).
At the same time, the co-existence of many architectural elements of different dates makes it difficult to date the temple with certainty and threatens to precipitate any theory that has been formulated to interpret its multitude of peculiarities. The temple is considered by several scholars to be a pre-Parthenon building, with some parts of it completed at the end of the 5th century. e.g. However, it is certain that in the same place there was a cult sanctuary and a temple of the archaic times.
For Greece, the Temple of Epicurious Apollo was the first monument to be included in 1986 in the list of UNESCO’s world cultural heritage.
The interpretation of the nickname “Epicurius” is given by Pausanias, according to which Apollo, during the Peloponnesian war, helped (healed) the Phigalians to deal with an epidemic disease, a Covid of the time and they to express their gratitude to the god they built the classic temple in Vasses. The archaeologist K. Kourouniotis, during the excavation of the temples on the top of Kotilo, found an inscription in which Apollo is referred to with the epithet Vassitas, formulating the opinion that this was the god’s nickname before 420 BC when he was given the nickname Epicurios.
It is a Doric style temple, with peristyle (a colonnade around the nave), consisting of six Doric columns on the narrow sides and fifteen on the long sides, distyle in antis, with pronaos, nave, adyton and opisthodomos, with its elongated axis emphasized, where the wings of the short sides are twice as wide as that of the long sides.
“….. The floor plan of the temple (its tracery as it was called in antiquity) could be characterized as a “choreography” of contrasts as the long wings of standard width alternate with the short “wings” of twice the width, the spacious and richly decorated pronaos which is juxtaposed with the narrow and austere opisthodomos (rear nave), while the uniquely shaped nave is combined with a simple in architecture, small-scale, adyton …” *
Both in the pronaos and in the opisthodomos, above the pilasters and the intermediate columns, there was an entablature with an architrave and a doric frieze.
The frieze was formed by seven triglyphs and six metopes, which should have had relief representations, according to the model of the temple of Zeus in Olympia. This relief decoration must have been of great artistic value, as can be seen from the admittedly few fragments that were saved and are exhibited in the British Museum. According to Professor Brian Madigan, the subject depicted by the metopes of the pronaos was probably the return of Apollo to Olympus from the Hyperborean land, while the corresponding metopes of the opisthodomos depicted the abduction of the daughters of Leucippus, king of Messenia, by the Dioscuri.
The pronaos is deeper than the opisthodomos, while their ceilings had marble coffer. Between the pilasters and columns of the porch there were railings while a large door, 2.63m wide. it allowed communication with the nave.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες του μνημείου συνιστά η διευθέτηση του εσωτερικού χώρου του σηκού. Αντί της αναμενόμενης τριμερούς διάρθρωσης, δηλαδή μιας κιονοστοιχίας σε σχήµα Π συνήθως περιέβαλε το λατρευτικό άγαλμα, δημιουργώντας τρία κλίτη (διαδρόμους), στο σηκό του ναού του Eπικούριου Aπόλλωνα υπάρχουν πέντε ζεύγη ιωνικών ηµικιόνων που συνδέονται κάθετα με τους τοίχους του σηκού, με εξαίρεση το νοτιότερο ζεύγος που ενώνεται µε τους τοίχους υπό γωνία 45 µοιρών. Σχηματίζονται έτσι ευρύχωρες κόγχες κατά µήκος των τοίχων, διάρθρωση που ομοιάζει με το εσωτερικό του αρχαϊκού ναού της Ήρας στην Oλυµπία (600 π.X.). Είναι αβέβαιο κατά πόσο αυτή η επιλογή υπαγορευόταν από κάποια λατρευτική ή θρησκευτική παράδοση, από πλευράς χωροταξίας ωστόσο, η χρήση ηµικιόνων αντί κιονοστοιχίας, επέτρεπε την καλύτερη αξιοποίηση του άνετου και ευρύχωρου εσωτερικού κλίτους. Αν είχε προτιμηθεί η τυπική διάρθρωση του σηκού των ναών της κλασικής εποχής, ο κεντρικός χώρος θα ήταν περιορισμένος και στενός.
Συνέχεια του σηκού αλλά διακριτό του τμήμα είναι το άδυτο, διάταξη που βρίσκει παράλληλο στον αρχαϊκό ναό του Aπόλλωνος των Δελφών. Για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του το άνοιγμα (θύρα) πλάτους 1,91µ., (µικρότερη αυτής του προνάου) στον ανατολικό τοίχο του αδύτου. H θύρα αυτή αντιστοιχεί προς το δέκατο από B µετακιόνιο διάστηµα της περίστασης.
Η λειτουργία του αδύτου δεν έχει ερμηνευθεί πλήρως, ωστόσο θεωρείται ότι είχε λατρευτική σημασία. Εικάζεται ότι κάθε πρωΐ οι ακτίνες του ήλιου εισχωρούσαν από τη θύρα και φώτιζαν το λατρευτικό άγαλµα του θεού ή ενδεχομένως κάποιο βωμό που είχε τοποθετηθεί εντός του αδύτου. Μάλιστα η ύπαρξη δύο µοχλοβοθρίων πλησίον του εγκάρσιου τοίχο που χωρίζει το άδυτο από το σηκό, είναι πιθανόν ότι στήριζαν το βάθρο του λατρευτικού αγάλµατος.
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί από τους μελετητές για το λατρευτικό άγαλµα, τη μορφή του και που ήταν στημένο, ακόμα και κατά πόσο αυτό υπήρχε.
Οι ιστορικές αναφορές είναι πενιχρές και περιορίζονται στην μαρτυρία του Παυσανία ο οποίος είδε ένα μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα του Επικούριου Απόλλωνα ύψους 12 ποδών στην Μεγαλόπολη στημένο σε εντυπωσιακό βάθρο. Το είχαν μεταφέρει εκεί από τις Βάσσες όταν είχε ιδρυθεί η Μεγαλόπολη, γύρω στο 369 π.X. προκειμένου να διακοσμήσει την καινούργια πόλη. Επίσης, το 1812 είχαν έρθει στο φως μαρμάρινα θραύσματα χεριών και ποδιών φυσικού μεγέθους, μπροστά από τον κορινθιακό κίονα.
Είναι λοιπόν πιθανό το άγαλμα που μεταφέρθηκε στην Μεγαλόπολη να ήταν τοποθετημένο στο άδυτο, απέναντι από την ανατολική θύρα. Σώζονται διάφορα σχέδια μελετητών που κάποιοι το τοποθετούν κοντά στο δυτικό τοίχο, στην ανατολική γωνία του αδύτου, μπροστά από τον κορινθιακό κίονα, ή και εντός του σηκού.
Ίσως μάλιστα όταν μεταφέρθηκε το αρχικό άγαλμα στην Μεγαλόπολη, το κενό να καλύφθηκε από ένα νέο φυσικού μεγέθους που ήταν από ξύλινο αλλά είχε μαρμάρινα άκρα (ακρολιθικό).
Οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας και Νικόλαος Γιαλούρης απομακρύνθηκαν αρκετά από τις παραπάνω περιπτώσεις, υποστηρίζοντας, ο μεν Καββαδίας, ότι το μπρούτζινο άγαλμα που είδε ο Παυσανίας στην Μεγαλόπολη έστεκε κάπου στον περιβάλλοντα χώρο του ναού των Βασσών και στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε μόνο λατρευτικό ξόανο, ο δε Γιαλούρης ότι ο ίδιος ο κίονας αποτελούσε την ανεικονική παράσταση της θεότητας και δεν υπήρχε άγαλμα στο εσωτερικό του ναού. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε πανάρχαιες λατρείες κιονολατρείας που απαντούν στην Aρκαδία (π.χ. Τεγέα), όπου ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο (κίονας, στήλη, ή στύλος) λατρεύονταν αντί ενός λατρευτικού αγάλµατος της εκάστοτε θεότητας.
Την άποψη του Καββαδία ότι ίσως το άγαλµα µε το βάθρο του να ήταν τοποθετηµένο έξω από το ναό πλησίον της βόρειοανατολικής γωνίας του ασπάζεται και μελετητής και αναστηλωτής του μνημείου Κ. Παπαδόπουλος, ερμηνεύοντας έναν επιμήκη, ιδιαιτέρως μεγάλων διαστάσεων, ογκόλιθο ως το βάθρο μπρούτζινου αγάλματος (ή αγαλμάτων, λόγω του μεγάλου μήκους του).
Ανάμεσα στο τελευταίο ζεύγος των ημικιόνων οι οποίοι τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι υπόλοιποι υπήρχε ένας κίονας που στην κεφαλή του έφερε κορινθιακό κιονόκρανο, μέχρι σήμερα το αρχαιότερο γνωστό στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο κίονας στήριζε μαζί με τους ιωνικούς ημικίονες (κατά ορισμένους επίσης κορινθιακούς) το επιστύλιο της νότιας πλευράς του σηκού το οποίο με τη σειρά του έφερε την ιωνική ζωφόρο.
H πρώτη σχεδιαστική αναπαράσταση του κορινθιακού κιονοκράνου έγινε από τον K.H.von Hallerstein (1811-1812), ενώ και ο εσθονός Otto Stackelberg, ο οποίος επόπτευε τις ερευνητικές εργασίες του 1812 στις Βάσσες, αναφέρει σχετικά με το κιονόκρανο :
«… Η βάση ενός κίονα, του μοναδικού που είχε κιονόκρανο με λαξευμένα φύλλα (προφανώς εννοεί το κορινθιακό κιονόκρανο) δεν ήταν πια στερεωμένο στον περιμετρικό στυλοβάτη, αλλά είχε μετακινηθεί από τη θέση της. Το κιονόκρανο βρισκόταν δίπλα στον κίονα, μέσα στο άδυτο του σηκού, όπου επίσης βρίσκονταν περισσότερα ιωνικά κιονόκρανα από ημικίονες, σκόρπια ανάμεσα στα κομμάτια από τα μεγαλύτερα φατνώματα της οροφής, που διατηρούσαν ολοκάθαρα ίχνη από τον ζωγραφισμένο διάκοσμο.…»
Ο κάλαθος του κιονοκράνου είχε µια ή δύο σειρές φύλλων ακάνθου στο κάτω µέρος, από όπου εκφύονταν βλαστοί που ανέρχονταν ως τον άβακα και σχημάτιζαν τις τέσσερις γωνίες. Ανάμεσά τους υπήρχε ζεύγος ελίκων τους οποίους επέστεφε ανθέµιο. Στο επάνω µέρος το κιονόκρανο κατέληγε σε άβακα µε καµπυλότητα στο κέντρο.
Θεωρείται το αρχαιότερο κιονόκρανο στην ελληνική αρχιτεκτονική, η ύπαρξη του οποίου καταδεικνύει εύγλωττα τις ανανεωτικές ιδέες και τη διάθεση πειραματισμών του αρχιτέκτονα του Ναού του Επικούριου Απόλλωνα, ο οποίος δεν διαστάζει να χρησιμοποιήσει ένα φυτικό μοτίβο, τα φύλλα της άκανθας, βγαίνοντας έτσι εκτός του αυστηρού, παραδοσιακού πλαισίου απόδοσης της σχηματοποιημένης μορφής του κιονοκράνου, δωρικού και ιωνικού.
Δυστυχώς το πρώτο κορινθιακό κιονόκρανο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής δεν σώζεται σήμερα. Ωστόσο τα λεπτομερή σχέδια που έγιναν από τους μελετητές το 1812 καλύπτουν κάπως το κενό.
Ο επιστημονικός διάλογος σχετικά με την γέννηση του κορινθιακού ρυθμού στις Βάσσες και την ερμηνεία της διαφοροποίησής του από τα υπόλοιπα κιονόκρανα του ναού, ιωνικά και δωρικά, συνεχίζεται .
H στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και καλυπτόταν από 17 σειρές µαρµάρινων κεραµίδων κορινθιακού τύπου.
Τα αετώµατα στις δυο στενές πλευρές πλαισιώνονταν από οριζόντιο και καταέτιο γείσο ενώ στο πίσω µέρος τους είχαν τοίχωμα, το τύµπανο.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές τα αετώµατα του ναού έφεραν γλυπτή διακόσμηση, η οποία κατά τους ρωμαικούς χρόνους µεταφέρθηκε στη Pώµη, πιθανόν μαζί και με άλλα έργα που κοσμούσαν το ναό, κατά την προσφιλή συνήθεια των ρωμαίων που επιθυμούσαν με αυτά να διακοσµήσουν τα κτίρια της πρωτεύουσάς τους.
Ίσως όμως τα αετώµατα να ήταν ακόσµητα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν το μικρό βάθος τους.
Subtitle for This Block
Ch. R. Cockerell, The temples of Jupiter Panhellenius at Aegina and of Apollo Epicurius at Bassae near Phigaleia in Arcadia, London 1860
On the long sides of the temple, the covering tiles of the roof ended in flowered cornices, above the horizontal cornice.
Stone slabs with panels on their lower surface, i.e. carved decorative shapes, created the roof of the temple.
Όπως μαρτυρούν επισκευές που πραγματοποιήθηκαν κατά την Ρωμαϊκή εποχή στην κεράμωση, ο ναός ήταν σε χρήση τουλάχιστον ως και αυτή την εποχή κατά την οποία τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας, δηλαδή το 174 π.Χ.
Η ανθρώπινη επέμβαση με την μορφή απόσπασης των μεταλλικών συνδέσμων του δομικού υλικού για την χρήση του για κάλυψη άλλων αναγκών, αλλά και τα φυσικά φαινόμενα, ενίοτε σε μεγάλη ένταση (σεισμοί, ακραίες καιρικές συνθήκες) προκάλεσαν την κατάρρευση της στέγης και την γενικότερη φθορά του μνημείου.
Παρήλθαν δεκαέξι αιώνες σιωπής και λήθης μετά την επίσκεψη του Παυσανία τον 2ο αι. μ. Χ., μέχρι την εποχή του διαφωτισμού και των ευρωπαίων περιηγητών, οπότε το μνημείο έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο της ιστορίας.
Σε πολλά από τα χαρακτικά του 18ου και 19ου αιώνα, βλέπουμε τον ρομαντικό τρόπο που οι Ευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες απεικονίζουν το ερημικό, μυστηριακό λόγω της συχνής ομίχλης και βουκολικό τοπίο των Βασσών αλλά και τον θαυμασμό τους για το περιώνυμο μνημείο, άξιο εκπρόσωπο των κατακτήσεων του κλασικού πνεύματος και πολιτισμού της Ελλάδας.
Ναός Επικούριου Απόλλωνα
Ch. R. Cockerell, The temples of Jupiter Panhellenius at Aegina and of Apollo Epicurius at Bassae near Phigaleia in Arcadia, London 1860